- λύσιμος
- λύσιμος, -ον (Α)[λύω]1. ικανός να λύνει2. ικανός να ανακουφίζει3. αυτός που μπορεί να τόν εξαγοράσει κάποιος4. (για συλλογισμό) αυτός που μπορεί να ανασκευαστεί, να ανατραπεί5. αυτός που χρειάζεται ερμηνεία («διὰ τὰ λύσιμα τῶν νόμων ὑπομνηστικόν», Ανθ. Παλ.)6. (για πράγματα) αυτός που μπορεί να λειώσει.
Dictionary of Greek. 2013.